- γενάρχης
- γενάρχηςfoundermasc nom sgγεναρχέωto be the ancestor of the human raceimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενάρχης — ο (AM γενάρχης) νεοελλ. ο αρχηγός γένους ή έθνους αρχ. μσν. 1. ο ιδρυτής, ο πρώτος σε μια επιφανή οικογένεια 2. ο πρώτος τού γένους τών ανθρώπων, ο Αδάμ αρχ. ο κυβερνήτης τών όντων, ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + αρχης < άρχω] … Dictionary of Greek
γενάρχης — ο ο πρώτος πρόγονος ενός γένους, μιας φυλής, ενός έθνους: Ο Αβραάμ ήταν γενάρχης των Εβραίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενάρχαι — γενάρχης founder masc nom/voc pl γενάρχᾱͅ , γενάρχης founder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύνανδρος — Γενάρχης των Αμυνάνδρων, ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται στον Τίμαιοτου Πλάτωνα και ένας Αθηναίος πολίτης. * * * ἀμύνανδρος, ο (Α) αυτός που αποκρούει τους εχθρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ.… … Dictionary of Greek
γεναρχῶν — γενάρχης founder masc gen pl γεναρχέω to be the ancestor of the human race pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενάρχαις — γενάρχης founder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενάρχην — γενάρχης founder masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενάρχου — γενάρχης founder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενάρχῃ — γενάρχης founder masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενάρχα — γενάρχᾱ , γενάρχης founder masc nom/voc/acc dual γενάρχης founder masc voc sg γενάρχᾱ , γενάρχης founder masc gen sg (doric aeolic) γενάρχης founder masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)